ἐπίσαξιν — ἐπίσαξις heaping on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσαξη — η (Α ἐπίσαξις) [επισάττω] νεοελλ. η τοποθέτηση σάγματος (σαμαριού) πάνω σε υποζύγιο, το σαμάρωμα αρχ. 1. επισώρευση 2. γέμισμα, παραγέμισμα … Dictionary of Greek